- τραυματεία
- ἡ, ΜΑβλ. τραυματία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραυματεία — τραυματείᾱ , τραυματεία wounding fem nom/voc/acc dual τραυματείᾱ , τραυματεία wounding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματείας — τραυματείᾱς , τραυματεία wounding fem acc pl τραυματείᾱς , τραυματεία wounding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματειῶν — τραυματεία wounding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματία — και τραυματεία, ἡ, ΜΑ [τραῡμα, τραύματος] τραύμα … Dictionary of Greek